- χαρτοσήμανση
- η, Νη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαρτοσημαίνω, η επικόλληση κινητού χαρτοσήμου σε δημόσιο ή μη έγγραφο ή σε αίτηση προς τις δημόσιες υπηρεσίες, ενέργεια μέσω τής οποίας το δημόσιο ταμείο προσπορίζεται έσοδα υπό μορφή έμμεσων φόρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοσημαίνω. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτοσήμανσις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.